πρόσλημμα

πρόσλημμα
-ήμματος, τὸ, Α [προσλαμβάνω]
1. επιπρόσθετη απόκτηση, πρόσκτηση
2. το εξωτερικό ένδυμα
3. εκκλ. η επί πλέον απόκτηση τής θείας και τής ανθρώπινης φύσης μέσω τής σαρκώσεως από τον Υιό τού Θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσλημμα — upper garment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλήμματι — πρόσλημμα upper garment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλήμματος — πρόσλημμα upper garment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”